-
1 επέκταση
[-ις (-εως)] η1) расширение; растягивание; удлинение; 2) экспансия; 3) перен. расширение (прав, объёма работ и т. п.); распространение (болезни, эпидемии); 4) развитие (темы и т. п.);§ κατ' επέκτασιν — превышая;
κατ' επέκτασιν της δικαιοδοσίας μου — превышая свои полномочия
-
2 ἐπέκτασις
b of Time, Just.Nov.111.1.2 explication, evolution,εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐ. προχωρεῖν Theol.Ar.14
.3 stretching of a rope, Hero Aut.2.4; of strands of gut, Ph.Bel.58.13; of hernia,κατ' ἐπέκτασιν Heliod.
ap. Orib.50.42.4 οἱ κατ' ἐπέκτασιν παραλελυμένοι patients suffering from creeping paralysis, Herod. [voice] Med. ap. Orib.10.8.1.II lengthening of a word, Arist.Po. 1458b2 (pl.), 1458a23, A.D.Pron.6.14,al.; of a vowel, Id.Adv.144.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέκτασις
См. также в других словарях:
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… … Dictionary of Greek